παυρίδιος

παυρίδιος
παυρίδιος [ῐδ], η, ον,
A = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Hes. Op. 133.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παυρίδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυρίδιος — ίη, ον, Α υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος] …   Dictionary of Greek

  • παυρίδιον — παυρίδιος masc acc sg παυρίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”